τρικόρωνος

τρικόρωνος
-ον, Α
αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια τής κουρούνας, ο πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα-χόρωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρικόρωνος — thrice a crow s age masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικόρωνον — τρικόρωνος thrice a crow s age masc/fem acc sg τρικόρωνος thrice a crow s age neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικόρωνοι — τρικόρωνος thrice a crow s age masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”